- καρβοξυλικά οξέα
- Τάξη οργανικών οξέων που περιέχουν μία ή περισσότερες καρβοξυλικές ομάδες (-COOH). Τα κ.ο. μπορεί να είναι κορεσμένα ή ακόρεστα, να περιέχουν διπλούς ή τριπλούς δεσμούς, ενώ ανάλογα με τον αριθμό των καρβοξυλίων που υπάρχουν στο μόριό τους διακρίνονται σε μονοκαρβοξυλικά, δικαρβοξυλικά κ.ά. Μπορεί επίσης να ανήκουν στις αλειφατικές (λιπαρές), αρωματικές ή ετεροκυκλικές σειρές ενώσεων, ανάλογα με τη φύση της ρίζας που συνδέεται με το καρβοξύλιο. Γενικά, τα κ.ο. είναι ασθενέστερα από τα ανόργανα οξέα και είναι υγρά (κατώτερα λιπαρά οξέα), στερεά (ανώτερα λιπαρά οξέα) και αρωματικά. Παρασκευάζονται με πολλές μεθόδους, ανάμεσα στις οποίες η οξείδωση πρωτοταγών αλκοολών και αλδεϋδών (δίνει κ.ο. που περιέχουν ίδιο αριθμό ατόμων άνθρακα), η οξείδωση κετονών (συνοδεύεται από διάσπαση του δεσμού C-C), η διάσπαση με οξείδωση κορεσμένων υδρογονανθράκων, η οξείδωση στον διπλό δεσμό ακόρεστων υδρογονανθράκων, η υδρόλυση νιτριλίων (RCl + NaCN → RCN → RCOOH, όπου RCN το νιτρίλιο) και η καρβονυλίωση (π.χ. RCH2OΗ + CO → RCH2COOH). Τα πιο απλά μέλη της σειράς είναι το μυρμηκικό οξύ (HCOOH), που βρίσκεται στο δηλητήριο των μελισσών και των μυρμηγκιών, και το οξαλικό οξύ, που σχηματίζεται κατά την οξείδωση των υδατανθράκων. Γνωστό οξύ της σειράς αυτής είναι και το οξικό οξύ (CH3COOH), που όπως και τα δύο προηγούμενα έχει τοξικές ιδιότητες, αν και αυτό δεν συμβαίνει στα περισσότερα οργανικά οξέα. Στην τάξη των κ.ο. ανήκουν επίσης όλα τα αμινοξέα. Η πιο σπουδαία ιδιότητα των κ.o. είναι η ικανότητά τους να σχηματίζουν παράγωγα, που βρίσκουν πολλές εφαρμογές στη βιομηχανία. Τα ανώτερα λιπαρά κ.ο. χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία σαπουνιών, χρωμάτων, βερνικιών και απορρυπαντικών, καθώς και ως γαλακτωματοποιητές στη βιομηχανία ελαστικών. Τα πολυμερή και συμπολυμερή του εστέρα του μετακρυλικού οξέος χρησιμοποιούνται ως οργανικό γυαλί, το αδιπικό οξύ χρησιμοποιείται στην παρασκευή ινών νάιλον, το τερεφθαλικό οξύ στην παρασκευή πολυεστερικών ινών και το ακρυλικό οξύ χρησιμοποιείται για την παρασκευή της συνθετικής ίνας ορλόν, που έχει ιδιότητες όμοιες με το φυσικό μαλλί.
Dictionary of Greek. 2013.